Κυριακή 20 Ιουνίου 2010

Εστιατόριο Kuzina στο Θησείο

Ο Άρης Τσανακλίδης μου είναι πολύ συμπαθής ως σεφ και τον εκτιμώ ιδιαίτερα. Τη θετική αυτή εντύπωση μου την έχει δημιουργήσει τόσο μέσα από συνεντεύξεις του που έχω διαβάσει, όσο και μέσα από το εστιατόριό του Bar.B.Q. στη Νέα Σμύρνη, το οποίο έχω επισκεφτεί αρκετές φορές. Έτσι, όταν φίλοι μού πρότειναν να δειπνήσουμε στην Kuzina στο Θησείο, δέχτηκα με ενθουσιασμό.
Ο χώρος είναι ιδιαίτερα προσεγμένος και το σημείο που βρίσκεται το εστιατόριο δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο. Για το καλοκαίρι, υπάρχουν αρκετά τραπεζάκια στον πεζόδρομο της Αδριανού, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν θα σας τα συνιστούσα, γιατί το πραγματικό ατού του Kuzina είναι η ταράτσα του. Μπείτε, λοιπόν, μέσα στο εστιατόριο κι ανεβείτε τη λευκή ξύλινη σκάλα. Θαυμάστε λίγο το καταπληκτικό op art μωσαϊκό και χαζέψτε την αίθουσα τέχνης που στεγάζεται στον πρώτο όροφο του εστιατορίου. Ανεβείτε άλλον έναν όροφο και προετοιμαστείτε πριν διασχίσετε το κατώφλι της πόρτας, γιατί θα σας κοπεί η ανάσα. Όσο κλισέ ή τουριστική κι αν θεωρείτε τη θέα στην Ακρόπολη, αυτό το θέαμα αποκλείεται να σας αφήσει ασυγκίνητους. Η ταράτσα του Kuzina έχει ίσως την καλύτερη θέα προς την Ακρόπολη που θα βρείτε ποτέ σε εστιατόριο του κέντρου της Αθήνας: ο μεν Παρθενώνας είναι μέσα στα πόδια σας, τον δε ναό του Ηφαίστου νομίζεις ότι αν απλώσεις το χέρι μπορείς να τον αγγίξεις, ενώ στο βάθος φαίνεται και το φωτισμένο αστεροσκοπείο.
Η διακόσμηση είναι επίσης καλαίσθητη και καλοκαιρινή. Το πάτωμα ξύλινο και βαμμένο λευκό, τα τραπεζοκαθίσματα επίσης άσπρα, το μπαρ χτισμένο με πέτρα, συρμάτινα καλαθάκια του ψαρέματος που λειτουργούν ως κρεμαστά φαναράκια και δίνουν χαμηλό φωτισμό στα τραπέζια, ενώ μια ξύλινη πέργκολα που καλύπτει μερικά από τα τραπέζια κατά μήκος του ενός τοίχου είναι ντυμένη με λευκές κουρτίνες που λικνίζονται απαλά από το βραδινό αεράκι. Πιο ρομαντικό δεν νομίζω ότι γίνεται το ντεκόρ -το επόμενο βήμα θα ήταν να έρχεται κάποιος να παίζει στο βιολί του παραγγελιές στο αίσθημά σας την ώρα που δειπνείτε πιασμένοι χεράκι-χεράκι.
Ο κατάλογος είναι πολύ ενδιαφέρων. Έμφαση δίνεται στην ελληνική κουζίνα, με αρκετά παραδοσιακά πιάτα, που έχουν όμως και νεολογισμούς. Υπάρχει βέβαια και η fusion διάθεση, στα πιάτα που ο Τσανακλίδης εμπνέεται από τη θητεία του ως σεφ σε διάφορες πόλεις και χώρες. Μην ξεχνάμε ότι έχει εργαστεί σε εστιατόρια από τη Νέα Υόρκη και το Μεξικό ως τις Παρθένες Νήσους, την Ιαπωνία και το Χονγκ Κονγκ.
Εμείς ξεκινήσαμε με μια επιλογή από τα ορεκτικά, η οποία θεωρώ ότι ήταν κάπως ατυχής. Η συκομαΐδα, μαριναρισμένα δηλαδή σύκα σε γλυκάνυσο και ούζο, τυλιγμένα σε φύλλο καρυδιάς και καρύδια (10.60) ήταν ένα ενδιαφέρον πιάτο με υπέροχα αρώματα, το οποίο, όμως, συμφωνήσαμε όλοι μας πως ταιριάζει λιγότερο στο ξεκίνημα ενός δείπνου και περισσότερο ως συνοδευτικό ενός απογευματινού καφέ ή, όπως είπε ο φίλος μου ο Δ., ως σνακ που θα γευτεί κανείς ωραιότατα με ένα κονιάκ. Προχωρήσαμε στη σαλάτα, η οποία, δυστυχώς μας απογοήτευσε. Η σαλάτα με ρεβύθια, πράσινα λαχανικά εποχής, πιπεριές, τομάτα, λεμόνι, ελαιόλαδο και αραβική πίτα (9.50 ευρώ), ατύχησε καταρχάς στην περιγραφή. Πρώτον, μια σαλάτα η οποία περιέχει πράσινα λαχανικά και 5 ρεβύθια κομμένα στη μέση δεν μπορεί να περιγράφεται ως σαλάτα με ρεβύθια, γιατί δίνει λάθος εντύπωση σε αυτόν που την παραγγέλνει. Δεύτερον, το dressing ήταν σχεδόν ανύπαρκτο.
Πλέον, ελπίζαμε όλοι τα κυρίως πιάτα μας θα ήταν αυτά που θα κάνουν τη διαφορά. Και την έκαναν, ως έναν βαθμό. Ο ψητός σολομός ponzu με λαχανικά σοταρισμένα στο γουόκ, αχνιστό ρύζι και σος από φύκι wakame με tamari soy sauce (18,70 ευρώ) που παρήγγειλα εγώ, ήταν ένα νοστιμότατο πιάτο, ολόσωστα μαγειρεμένο. Ο σολομός ήταν τρυφερός, το ρύζι sticky όπως αρμόζει σε ένα γιαπωνέζικο πιάτο, τα λαχανικά κομμένα σε υπέρλεπτα sticks και η σος απλώς τέλεια. Το δεύτερο πιάτο που δοκίμασα ήταν επίσης πολύ καλό: το χοιρινό, ψημένο στο φούρνο για 12 ώρες, με κρέμα από μοσχολέμονο, βασιλικό και σάλτσα από ανανά, ξινόμηλο, αγγούρι, ρέβα και φρέσκο κόλιανδρo (14,50 ευρώ), ήταν ζουμερό και αρωματικότατο.
Στο μεταξύ, αυτά τα απολαμβάναμε με ένα λευκό κρασί Frontera Concha Y Toro από τη Χιλή (sauv. blanc, 18.50 ευρώ), ένα συμπαθέστατο κρασί που το είχαμε ξαναδοκιμάσει στο Bar.B.Q. Θα έλεγα, όμως, ότι οι τιμές της λίστας κρασιού είναι αρκετά τσιμπημένες, και ειδικά σε μερικά κρασιά πραγματικά ανεξήγητες. Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι η Άδολη Γης του Αντωνόπουλου κόστιζε 35.70 ευρώ, ενώ μόλις λίγες μέρες πριν στο Polly Maggoo την πληρώσαμε 22, ενώ το Θέμα του Παυλίδη -επίσης 35,70 στην Kuzina- στο Απλά Αριστερά Δεξιά (ένα εστιατόριο που είναι και κατά τι ακριβότερο από την Kuzina σε γενικές γραμμές), το πληρώσαμε 27. Γενικά, οι πιο οικονομικές επιλογές ήταν απειροελάχιστες κι ελπίζω αυτό στο μέλλον να αλλάξει. Ούτως ή άλλως ποτέ δεν κατάλαβα αυτή την πατέντα των εστιατορίων να κοστολογούν τα κρασιά τόσο πολύ ακριβότερα σε σχέση με την τρέχουσα τιμή τους στις κάβες. (Στο κάτω-κάτω, τι κάνετε ρε παιδιά; Παίρνετε μία φιάλη και την ανοίγετε με το τιρμπουσόν! Σιγά τον κόπο!) Αλλά και η τόση -ανεξέλεγκτη- διαφοροποίηση στι τιμές από το ένα εστιατόριο στο άλλο, είναι επίσης παράλογη. Ιδιαίτερα, μάλιστα, με παραξενεύει η κοστολόγηση αυτή, σε σχέση με τα εξής λεγόμενα του Τσανακλίδη σε συνέντευξη:
"Δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στην τιμή πώλησης του κρασιού. Ειδικά τις ακριβές ετικέτες τις τιμολογούμε λίγο πάνω από την τιμή διάθεσης στη λιανική. Διαφορετικά δεν θα την επιλέξει κανείς… Θεωρώ υπερβολικό να βάζεις τρεις φορές την τιμή ενός κρασιού και να απαιτείς να κάνεις κατανάλωση."
Aaaanyhoo, σε ένα τόσο ωραίο περιβάλλον, είναι δύσκολο να σου χαλάσει διάθεση. Έτσι κι εμείς, απτόητοι, προχωρήσαμε στο επιδόρπιο: κρέμα λεμονιού σε μπισκότο αμυγδάλου με μαρέγκες και φρέσκα βατόμουρα (8.60 ευρώ). Νόστιμη, αλλά την ήθελα λίγο πιο ανάλαφρη, ειδικά για το καλοκαίρι.
Συνοψίζοντας, νομίζω πως είχα πολύ μεγάλες προσδοκίες και απογοητεύτηκα λιγάκι. Ίσως επειδή έχω αδυναμία στο Βar.B.Q. και συμπαθώ τον Τσανακλίδη ούτως ή άλλως, από το Kuzina, λοιπόν, όπου έχει μεγαλύτερο περιθώριο να ξεδιπλώσει το ταλέντο του συγκριτικά με ένα κρεατoφαγικό ρεστοράν όπως το Bar.B.Q. που εκ των πραγμάτων θέτει κάποιους περιορισμούς, περίμενα να εντυπωσιαστώ περισσότερο. Ίσως δεν κάναμε και τις καλύτερες επιλογές στο ξεκίνημα του δείπνου, γιατί όπως οφείλω να παραδεχτώ, από τα κυρίως πιάτα έμεινα πολύ πιο ευχαριστημένη. Νομίζω πως θα του δώσω άλλη μια ευκαιρία πριν βγάλω την ετυμηγορία, λοιπόν. Είναι που έχει κι αυτή τη θέα, η οποία δεν ξεπερνιέται με τίποτα...

Κουζίνα: fusion
Τιμές: 30-45 ευρώ (εμείς πληρώσαμε 32 το άτομο)
Καλοκαίρι: ταράτσα με συγκλονιστική θέα
Μουσική: εδώ μου τα χάλασε, αλλά αυτά είναι προσωπικά γούστα. Ο dj έπαιξε Yanni, μια διασκευή του θέματος του Godfather με τσέλο, το ταγκό της Νεφέλης, το Empire State of Mind του Jay Z feat. Alicia Keys (άσχετο) και το Yes I do από τον καινούργιο δίσκο της Monika (εδώ βελτιώθηκαν τα πράγματα.
Crowd: Στον πεζόδρομο, είναι καθισμένοι τουρίστες και οικογένειες με παιδάκια που οργώνουν την Αδριανού με τους γονείς τους να τα κυνηγούν με το πηρούνι (κλασικά πράγματα). Στην ταράτσα θα δείτε πολλά ζευγαράκια (για ευνόητους λόγους), αλλά και παρέες. Στην διπλανή παρέα ευκατάστατων 50άρηδων, ένας από τους συνδαιτημόνες επέμενε να μας ενημερώνει σε ανεβασμένα ντεσιμπέλ για τα διάφορα εξοχικά του σε εξωτικούς προορισμούς, μεταξύ των οποίων και στη Χαβάη. Επίσης, για κάποιο περίεργο λόγο, στην ταράτσα σχεδόν όλοι οι θαμώνες ήταν ντυμένοι στα λευκά, ασορτί δηλαδή με το ντεκόρ -ούτε συνεννοημένοι να ήτανε.
Σέρβις: εξυπηρετικό.
Κράτηση: οπωσδήποτε. Η Kuzina έχει μια πρώτη βάρδια, που ξεκινάει στις 8 και μια δεύτερη, που ξεκινάει στις 10 και μισή. Στις 8 φαντάζομαι ότι θα τρώτε παρέα με Άγγλους και Αμερικανούς με τις φωτογραφικές μηχανές πάνω στο τραπέζι σε ετοιμότητα. Καλύτερα πάτε στην επόμενη, που δεν έχει και ώρα λήξης.
Διεύθυνση: Αδριανού 9, Θησείο
Τηλ: 210 32 40 133

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου